- μόλωμα
- το [μολώνω]η κατασκευή μόλου, προβλήτας, λιμενοβραχίονα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μώλωμα — και μόλωμα, το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μωλώνω 2. (ιδίως στον πληθ.) τα μωλόματα και μολώματα προσχώσεις, επιχώσεις σε λιμάνι ή και γενικά σε παραλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωλώνω / μολώνω (βλ. λ. μῶλος [I])] … Dictionary of Greek